- εὐαλσές
- εὐαλσήςwith beautiful grovesmasc/fem voc sgεὐαλσήςwith beautiful grovesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευαλσής — εὐαλσής, ές (Α) αυτός που έχει ωραία άλση («νησίον εὐαλσές», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλσής (< άλσος), πρβλ. κατ αλσής] … Dictionary of Greek